- εξάρχω
- (AM ἐξάρχω [άρχω]κάνω αρχή, αρχίζω κάτι («Θέτις δ' έξήρχε γόοιο», Ομ. Ιλ.)μσν.(η μτχ. εν. ως ουσ.) ὁ ἐξάρχων1. αρχηγός, επικεφαλής, ηγεμόνας2. τελετάρχηςαρχ.1. αποτείνω, απευθύνω («εἰ δὲ μ' ὧδ' ἀεὶ λόγους ἐξῆρχες», Σοφ.)2. απαγγέλλω, εκφωνώ («σὺ δ' ἔξαρχ' ὅρκον ὅστις εὐσεβής», Ευρ.)3. τραγουδώ, άδω στη σκηνή4. διδάσκω5. κυβερνώ, διοικώ.
Dictionary of Greek. 2013.